έκθαμβος
(προωθήθηκε από έκθαμβη)Μεταφράσεις
έκθαμβος
('ekθamvos) αρσενικόέκθαμβη
('ekθamvi) θηλυκόέκθαμβο
('ekθamvο) ουδέτεροεπίθετο
έκπληκτος, γεμάτος θαυμαστό Την κοίταζε έκθαμβος.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.