λείπω
(προωθήθηκε από έλειψα)Μεταφράσεις
λείπω
absent ('lipo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. απουσιάζω λείπω στο εξωτερικό
2. χρειάζεται ακόμη Λείπει ένα κομμάτι.
νοσταλγώ
νοσταλγώ
3. παραλίγο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.