έμφυτος
(προωθήθηκε από έμφυτη)Μεταφράσεις
έμφυτος
('emfitos) αρσενικόέμφυτη
('emfiti) θηλυκόέμφυτο
innate ('emfito) ουδέτεροεπίθετο
που υπάρχει σε κπ από τη γέννησή του έμφυτο χάρισμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.