Ένρινο - ορισμός του ένρινο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ad%ce%bd%cf%81%ce%b9%ce%bd%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.940.482.225
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ένρινος
(προωθήθηκε από
ένρινο
)
Μεταφράσεις
ένρινος
(
'enrinos
)
ένρινη
(
'enrini
)
ένρινο
(
'enrino
)
επίθετο
σχετικός με τη μύτη
nasal/-ale
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ενοποιώ
ενόραση
ενόργανη
ενόργανο
ενόργανος
ενορία
ενοριακά
ένορκος
ενορχηστρώνω
ένος
ενόσω
ενότητα
ενούρηση
ενοχή
ένοχη
ενοχλημένος
ενόχληση
ενοχλητική
ενοχλητικό
ενοχλητικός
ενοχλούμαι
ενοχλώ
ένοχο
ενοχοποίηση
ενοχοποιητική
ενοχοποιητικό
ενοχοποιητικός
ενοχοποιώ
ένοχος
ένρινη
ένρινο
ένρινος
ενσαρκώνω
ενσάρκωση
ενσίρωση
ενσκήπτω
ενσπείρω
ενσταλάζω
ένσταση
ένστικτο
ενστικτώδης
ενστικτωδώς
ένστινκτο
ενσυναίσθηση
ενσυνείδητος
ενσωματώνομαι
ενσωματώνω
ένταλμα
ενταμιευτής
εντάξει
Εντάξει!
ένταξη
ένταση
εντάσσομαι
εντάσσω
εντατική
εντατικό
εντατικός
ενταφή
ενταφιάζω
ενταφιασμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close