Έρμαιο - ορισμός του έρμαιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ad%cf%81%ce%bc%ce%b1%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.817.581
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
έρμαιο
Μεταφράσεις
έρμαιο
(
'ermeio
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
που παρασύρεται, που γίνεται θύμα
proie
θηλυκό
είμαι έρμαιο της τύχης
être une proie prise au hasard
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ερειπώνω
ερειστικός
έρευνα
έρευνα αγοράς
ερευνητής
ερευνητική
ερευνητικό
ερευνητικός
ερευνήτρια
ερευνω
ερευνώ
έρημη
ερημιά
ερημική
ερημικό
ερημικός
ερημίτης
ερημίτισσα
έρημο
ερημονήσι
έρημος
ερημώνω
ερήμωση
έριδα
έριον
εριστική
εριστικό
εριστικός
εριστικότητα
έρμα
έρμαιο
ερματισμός
ερμαφρόδιτος
ερμηνεία
ερμηνευτικά
ερμηνευτικός
ερμηνεύω
ερμηνία
Ερμής
ερμητικά
ερμητική
ερμητικό
ερμητικός
ερμίνα
ερπετό
έρπης
ερπύστρια
ερπυστριοφόρο
έρπω
έρρεα
Ερριέτα
Ερρίκος
έρρινος
ερυθρά
Ερυθρά θάλασσα
Ερυθραία
ερυθρελάτη
ερυθρό
ερυθρόδανο
ερυθροέλατο
ερυθρός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close