έτοιμος
(προωθήθηκε από έτοιμο)Μεταφράσεις
έτοιμος
('etimos) αρσενικόέτοιμη
('etimi) θηλυκόέτοιμο
readyمُسْتَعِدّpřipravenýklarbereitdispuestovalmisprêtspremanpronto用意のできた준비가 된klaarklargotowyprontoготовыйklarพร้อมhazırsẵn sàng准备完毕的готовמוכן ('etimo) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει ετοιμαστεί για κτ Είμαι έτοιμη. Φεύγουμε;
2. που έχει γίνει Το φαγητό είναι έτοιμο.
3. που το αγοράζουμε ήδη μαγειρεμένο
4. αποφασισμένος, πρόθυμος Ήταν έτοιμος να της μιλήσει.
5. παρα λίγο Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009