είμαι
(προωθήθηκε από ήμουν)Μεταφράσεις
είμαι
ésser, serbýtværeseinbe, amestiser, estarollaêtreहोनाveraessere, stareいる, ある, だ, ・・・がある이다, 있다sumbūtizijn, wezenværebyćestar, ser, existir, haverfiбыть, существовать, являтьсяbyťbitivaraolmak, imek, var olmaklà, ởيَكُونُ, يَكْونbitiเป็น อยู่ คือ是, 有 ('ime)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. έχω κπ μόνιμο χαρακτηριστικό είμαι άσχημος
2. βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση είμαι σε δύσκολη θέση είμαι άρρωστος
Τι κάνεις;
Τι κάνεις;
3. βρίσκομαι Πού είσαι;
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.