Ίνδαλμα - ορισμός του ίνδαλμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%af%ce%bd%ce%b4%ce%b1%ce%bb%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.866.937
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ίνδαλμα
Μεταφράσεις
ίνδαλμα
idol
idole
(
'inðalma
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
είδωλο
2
, πρότυπο
idole
θηλυκό
ίνδαλμα της νεολαίας
une idole de la jeunesse
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ικτερικός
ίκτερο
ίκτερος
ιλαρά
ιλαροτραγωδία
ίλαρχος
ιλιγγιώδες
ιλιγγιώδης
ιλιγγιωδώς
ίλιγγος
ίλλιγος
Ιλλυριός
ιλουστρασιόν
ιλυοδόχη
ιλύς
ιλυώδης
Ιμαλία
ιμάντας
ιμάντας μεταφοράς
ιμάντας του βεντιλατέρ
ιμπεριαλισμός
ιμπεριαλιστής
ιμπεριαλιστικός
ιμπεριαλίστρια
ιμπρεσιονισμός
ιμπρεσιονιστής
ιμπρεσιονιστικός
ιμπρεσιονίστρια
ιμπρίκκι
ίνα
ίνδαλμα
Ινδία
ινδιάνα
ινδιάνικος
Ινδιάνος
ινδικά
ινδική
ινδικό
ινδικό χοιρίδιο
ινδικός
Ινδικός Ωκεανός
ίνδιο
Ινδονησία
Ινδονησιακά
ινδονησιακός
Ινδονήσιος
Ινδός
ινδουισμός
Ινδουϊσμός
Ινδουϊστής
ινδουϊστικός
ινίον
Ίνκας
ινκόγκνιτο
ινκόγνιτο
ινούκτιτουτ
ινούπιακ
ινσουλίνη
ινστιτούτο
ινστρούχτορας
ιντελιγκέντσια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close