Α - ορισμός του α από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.652.270.253
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
α
Μεταφράσεις
α
ah
(
a
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
άλφα, το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
alpha
αρσενικό
la première lettre de l'alphabet grec
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
oχτώ
tsimbolo'ɣo
zβηστό
α
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
αiτηση
Άαλαντ
Ααρών
Άαχεν
αβαείο
αβαθής
αβαθμολόγητος
αβάκα
άβακας
αβάκιο
αβανγκάρντ
αβανγκαρντισμός
αβαντάζ
αβάπτιστος
αβάρετος
αβαρής
αβαρία
αβάς
αβάσιμη
αβάσιμο
αβάσιμος
αβάστακτος
αβάσταχτη
αβάσταχτο
αβάσταχτος
άβατος
άβαφος
αβάφτιστος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close