Αβάς - ορισμός του αβάς από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b2%ce%ac%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.011.281
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αβάς
Μεταφράσεις
αβάς
abat
αβάς
Abbate
,
Abbé
,
Abt
,
Pastor
,
Pfarrer
,
Priester
αβάς
abbé
,
abbot
,
churchman
,
clergyman
,
cleric
,
minister
,
priest
αβάς
abato
αβάς
abad
,
abate
,
sacerdote
αβάς
abbé
αβάς
apát
αβάς
abate
,
curato
,
prete
αβάς
abt
,
geestelijke
,
pastoor
,
pastor
,
priester
αβάς
opat
αβάς
abade
,
clérigo
,
padre
,
sacerdote
αβάς
аббат
αβάς
abbot
Πλοηγός λέξεων
?
▲
oχτώ
tsimbolo'ɣo
zβηστό
α
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
αiτηση
Άαλαντ
Ααρών
Άαχεν
αβαείο
αβαθής
αβαθμολόγητος
αβάκα
άβακας
αβάκιο
αβανγκάρντ
αβανγκαρντισμός
αβαντάζ
αβάπτιστος
αβάρετος
αβαρής
αβαρία
αβάς
αβάσιμη
αβάσιμο
αβάσιμος
αβάστακτος
αβάσταχτη
αβάσταχτο
αβάσταχτος
άβατος
άβαφος
αβάφτιστος
αββαείο
Αββακούμ
αββάς
Άββας
αβγά στραπατσάδα
αβγατίζω
αβγό
αβγοειδής
αβγοθήκη
αβγότσουφλο
αβγουλιέρα
αβέβαιη
αβέβαιο
αβέβαιος
αβεβαιότητα
Αβέιρο
Αβελιανή ομάδα
αβίαστα
αβίαστη
αβίαστο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close