αβάσταχτος
(προωθήθηκε από αβάσταχτο)Μεταφράσεις
αβάσταχτος
(a'vastaxtos)αβάστακτος
(a'vastaktos)αβάσταχτη
(a'vastaxti) θηλυκόαβάσταχτο
unbearableinsoutenableinsuportável (a'vastaxto) ουδέτεροεπίθετο
αφόρητοs, ανυπόφορος αβάσταχτη ζέστη αβάσταχτος πόνος