αβίαστος
(προωθήθηκε από αβίαστη)Μεταφράσεις
αβίαστος
(a'viastos) αρσενικόαβίαστη
(a'viasti) θηλυκόαβίαστο
spontaneousnaturel, volontaire (a'viasto) ουδέτεροεπίθετο
αυθόρμητος αβίαστο γέλιο μαθαίνω με αβίαστο κι ευχάριστο τρόπο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.