Αβίαστο - ορισμός του αβίαστο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b2%ce%af%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.772.057.527
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αβίαστος
(προωθήθηκε από
αβίαστο
)
Μεταφράσεις
αβίαστος
(
a'viastos
)
αρσενικό
αβίαστη
(
a'viasti
)
θηλυκό
αβίαστο
spontaneous
naturel
,
volontaire
(
a'viasto
)
ουδέτερο
επίθετο
αυθόρμητος
spontané/-ée naturel/-elle
αβίαστο γέλιο
un rire spontané
μαθαίνω με αβίαστο κι ευχάριστο τρόπο
apprendre de manière naturelle et agréable
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αβάς
αβάσιμη
αβάσιμο
αβάσιμος
αβάστακτος
αβάσταχτη
αβάσταχτο
αβάσταχτος
άβατος
άβαφος
αβάφτιστος
αββαείο
Αββακούμ
αββάς
Άββας
αβγά στραπατσάδα
αβγατίζω
αβγό
αβγοειδής
αβγοθήκη
αβγότσουφλο
αβγουλιέρα
αβέβαιη
αβέβαιο
αβέβαιος
αβεβαιότητα
Αβέιρο
Αβελιανή ομάδα
αβίαστα
αβίαστη
αβίαστο
αβίαστος
Αβιγαία
αβιογένεση
αβιοτικός
Αβίς
αβλαβές
αβλαβής
άβλαβος
αβλεψία
αβοήθητα
αβοήθητος
αβοκάντο
αβοκέτα
άβολα
άβολη
άβολο
άβολος
άβουλη
αβουλία
άβουλο
άβουλος
Αβραάμ
αβραμίδα
άβραστος
αβρός
αβρότητα
αβροφροσύνη
αβύθιστος
αβυσσαλέος
αβυσσος
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close