Αβγό - ορισμός του αβγό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b2%ce%b3%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.953.109
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αβγό
Μεταφράσεις
αβγό
яйце
αβγό
ou
αβγό
vejce
αβγό
æg
αβγό
Ei
αβγό
egg
αβγό
huevo
αβγό
muna, kananmuna
αβγό
œuf
αβγό
ביצה
αβγό
tojás
αβγό
egg
αβγό
uovo
αβγό
卵
αβγό
ei
αβγό
egg
αβγό
jajko
αβγό
ovo
αβγό
ou
αβγό
jajce
αβγό
ägg
αβγό
yumurta
,
tohum
αβγό
яйце
αβγό
яйцо
αβγό
بَيْضَة
αβγό
jaje
αβγό
알
αβγό
ไข่
αβγό
trứng
αβγό
鸡蛋
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αβαείο
αβαθής
αβαθμολόγητος
αβάκα
άβακας
αβάκιο
αβανγκάρντ
αβανγκαρντισμός
αβαντάζ
αβάπτιστος
αβάρετος
αβαρής
αβαρία
αβάς
αβάσιμη
αβάσιμο
αβάσιμος
αβάστακτος
αβάσταχτη
αβάσταχτο
αβάσταχτος
άβατος
άβαφος
αβάφτιστος
αββαείο
Αββακούμ
αββάς
Άββας
αβγά στραπατσάδα
αβγατίζω
αβγό
αβγοειδής
αβγοθήκη
αβγότσουφλο
αβγουλιέρα
αβέβαιη
αβέβαιο
αβέβαιος
αβεβαιότητα
Αβέιρο
Αβελιανή ομάδα
αβίαστα
αβίαστη
αβίαστο
αβίαστος
Αβιγαία
αβιογένεση
αβιοτικός
Αβίς
αβλαβές
αβλαβής
άβλαβος
αβλεψία
αβοήθητα
αβοήθητος
αβοκάντο
αβοκέτα
άβολα
άβολη
άβολο
άβολος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close