αβλαβής
(προωθήθηκε από αβλαβές)Μεταφράσεις
αβλαβής
(avla'vis) αρσενικό-θηλυκόαβλαβές
harmlessvaaratoninoffensif, sûrinofensivoбезвреден无害ofarliga無害 (avla'ves) ουδέτεροεπίθετο
ακίνδυνος αβλαβές έντομο
σε καλή κατάσταση, υγιής
σε καλή κατάσταση, υγιής