Αγαθοεργία - ορισμός του αγαθοεργία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%ce%b1%ce%b8%ce%bf%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.932.378.136
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγαθοεργία
Μεταφράσεις
αγαθοεργία
charity
charité
caridad
välgörenhet
carità
caridade
자선
velgørenhed
благотворительность
,
благотворительство
צדקה
جمعية خيرية
благотворителност
(
aɣaθoer'ʝia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
φιλανθρωπία
charité
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
άβλαβος
αβλεψία
αβοήθητα
αβοήθητος
αβοκάντο
αβοκέτα
άβολα
άβολη
άβολο
άβολος
άβουλη
αβουλία
άβουλο
άβουλος
Αβραάμ
αβραμίδα
άβραστος
αβρός
αβρότητα
αβροφροσύνη
αβύθιστος
αβυσσαλέος
αβυσσος
άβυσσος
αβχαζιανά
αγαθά
αγαθή
Αγάθη
αγαθιάρης
αγαθό
αγαθοεργία
αγαθοεργός
αγαθός
αγαλακτία
αγάλι
αγαλλίαση
άγαλμα
αγαλματάκι
αγαλματίδιο
Αγαμέμνων
άγαμη
άγαμο
άγαμος
αγαναxτώ
αγανάκτηση
αγανακτισμένη
αγανακτισμένο
αγανακτισμένος
αγανακτώ
αγανάχτηση
αγαναχτισμένος
αγαναχτώ
άγανο
αγαπάω
αγαπη
αγάπη
αγαπημένη
αγαπημένο
αγαπημένος
αγαπητή
αγαπητό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close