Αγκολέζικος - ορισμός του αγκολέζικος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%ce%bb%ce%ad%ce%b6%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.290.471
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγκολέζικος
Μεταφράσεις
αγκολέζικος
أنـجوليّ
αγκολέζικος
angolský
αγκολέζικος
angolansk
αγκολέζικος
angolanisch
αγκολέζικος
Angolan
αγκολέζικος
angoleño
αγκολέζικος
angolalainen
αγκολέζικος
angolais
αγκολέζικος
angolski
αγκολέζικος
angolano
αγκολέζικος
アンゴラの
αγκολέζικος
앙골라의
αγκολέζικος
Angolees
αγκολέζικος
angolansk
αγκολέζικος
angolski
αγκολέζικος
angolano
αγκολέζικος
ангольский
αγκολέζικος
angolansk
αγκολέζικος
ซึ่งเกี่ยวกับแองโกลา
αγκολέζικος
Angola
αγκολέζικος
thuộc nước/người/tiếng Angola
αγκολέζικος
安哥拉的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγιολογία
αγιοποιώ
αγιοπρεπής
άγιος
Άγιος Βασίλης
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες
Άγιος Μαρίνος
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις
αγιοσύνη
αγιότητα
αγκαζάρω
αγκαζέ
αγκαθερό
αγκάθι
αγκαθωτή
αγκαθωτό
αγκαθωτός
αγκαλιά
αγκαλιάζω
αγκάλιασμα
αγκίδα
αγκίδα-θα
αγκίθα
αγκινάρα
αγκιροβολώ
αγκίστρι
άγκιστρο
αγκιστρώνω
αγκιτάτορας
Αγκόλα
αγκολέζικος
Αγκολέζος
αγκομαχάω
αγκομαχητό
αγκομαχώ
αγκράφα
άγκστρομ
αγκτηριασμός
αγκύλη
αγκυλόστομο
άγκυρα
αγκυροβόλημα
αγκυροβολία
αγκυροβολώ
αγκωνάρι
αγκώνας
αγνά
αγναντεύω
άγνεστος
Αγνή
αγνό
αγνοημένος
άγνοια
αγνοούμαι
αγνοούμενη
αγνοούμενο
αγνοούμενος
αγνός
αγνότητα
αγνοώ
αγνοών
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close