Αγορασμένος - ορισμός του αγορασμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.785.565
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγορασμένος
Μεταφράσεις
αγορασμένος
bought
αγορασμένος
acheté
αγορασμένος
مُشْتَرى
αγορασμένος
koupený
αγορασμένος
købt
αγορασμένος
gekauft
αγορασμένος
comprado
αγορασμένος
ostettu
αγορασμένος
kupljen
αγορασμένος
acquistato
αγορασμένος
既製の
αγορασμένος
구입한
αγορασμένος
gekocht
αγορασμένος
kjøpt
αγορασμένος
kupiony
αγορασμένος
comprado
αγορασμένος
купленный
αγορασμένος
köpt
αγορασμένος
ได้ซื้อ
αγορασμένος
satın alınmış
αγορασμένος
được mua
αγορασμένος
买来的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγνός
αγνότητα
αγνοώ
αγνοών
αγνωμοσύνη
αγνώμων
αγνώριστη
αγνώριστο
αγνώριστος
άγνωρος
αγνωσία
αγνωσιαρχία
άγνωστη
άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
αγνωστικισμός
αγνωστικιστής
αγνωστικιστικός
άγνωστο
άγνωστος
άγονη
άγονο
άγονος
αγορά
Αγορά εισιτηρίων
Αγορά τροφίμων
αγοράζω
αγοραίο αυτοκίνητο
αγοραίος
αγορακι
αγοράξω
αγορασμένος
αγοραστής
αγοραστική δύναμη
αγοράστρια
αγοραφοβία
Αγορές
Αγορές ρούχων
αγορεύω
αγόρι
αγορίστικη
αγορίστικο
αγορίστικος
αγορίστικός
αγοροκόριτσο
άγουρη
άγουρο
αγουροξυπνημένη
αγουροξυπνημένο
αγουροξυπνημένος
άγουρος
άγουστη
άγουστο
άγουστος
αγράμματη
αγράμματο
αγράμματος
αγραμματοσύνη
άγραφος
άγραφτος
αγρέλλιν
άγριo
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close