Αγορεύω - ορισμός του αγορεύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%b5%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.666.825.575
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγορεύω
Μεταφράσεις
αγορεύω
plead
(
aɣo'revo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
βγάζω λόγο
faire un discours discourir
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγνώριστο
αγνώριστος
άγνωρος
αγνωσία
αγνωσιαρχία
άγνωστη
άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
αγνωστικισμός
αγνωστικιστής
αγνωστικιστικός
άγνωστο
άγνωστος
άγονη
άγονο
άγονος
αγορά
Αγορά εισιτηρίων
Αγορά τροφίμων
αγοράζω
αγοραίο αυτοκίνητο
αγοραίος
αγορακι
αγοράξω
αγορασμένος
αγοραστής
αγοραστική δύναμη
αγοράστρια
αγοραφοβία
Αγορές
Αγορές ρούχων
αγορεύω
αγόρι
αγορίστικη
αγορίστικο
αγορίστικος
αγορίστικός
αγοροκόριτσο
άγουρη
άγουρο
αγουροξυπνημένη
αγουροξυπνημένο
αγουροξυπνημένος
άγουρος
άγουστη
άγουστο
άγουστος
αγράμματη
αγράμματο
αγράμματος
αγραμματοσύνη
άγραφος
άγραφτος
αγρέλλιν
άγριo
άγρια
άγρια φύση
αγριάδα
αγριάνθρωπος
αγριεμένη
αγριεμένο
αγριεμένος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close