αγριεμένος
(προωθήθηκε από αγριεμένη)Μεταφράσεις
αγριεμένος
(aɣrie'menos) αρσενικόαγριεμένη
(aɣrie'meni) θηλυκόαγριεμένο
(aɣrie'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. άγριος, εξαγριωμένος με αγριεμένο ύφος αγριεμένο σκυλί
2. μεταφορικά πολύ ταραγμένος αγριεμένη θάλασσα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.