Αγροτεμάχιο - ορισμός του αγροτεμάχιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%bf%cf%84%ce%b5%ce%bc%ce%ac%cf%87%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.664.553.188
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγροτεμάχιο
Μεταφράσεις
αγροτεμάχιο
قِطْعَةُ أَرْض
αγροτεμάχιο
parcela
αγροτεμάχιο
lod
αγροτεμάχιο
Grundstück
αγροτεμάχιο
plot
αγροτεμάχιο
parcela
αγροτεμάχιο
palsta
αγροτεμάχιο
parcelle
αγροτεμάχιο
parcela
αγροτεμάχιο
lotto
αγροτεμάχιο
小区画
αγροτεμάχιο
작은 지면
αγροτεμάχιο
lapje grond
αγροτεμάχιο
jordstykke
αγροτεμάχιο
działka
αγροτεμάχιο
lote
αγροτεμάχιο
делянка
αγροτεμάχιο
tomt
αγροτεμάχιο
ที่ดิน
αγροτεμάχιο
arsa
αγροτεμάχιο
mảnh đất
αγροτεμάχιο
小块土地
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγριεμένος
αγριεύομαι
αγριεύω
αγρίμι
Αγρίνιο
αγριόγατα
αγριόγιδο
αγριογούρουνο
αγριοκοίταγμα
αγριοκοιτάζω
αγριοκοιτώ
αγριόκοτα
αγριόκουρκος
αγριομολόχα
αγριομυρτιά
αγριόπαπια
άγριος
αγριοσουρβιά
αγριότητα
αγριοτριαντάφυλλο
αγριόχοιρος
αγριόχορτο
αγροικία
αγροίκος
αγροκαλλιέργεια
αγρόκτημα
αγρονομία
αγρονομικός
αγρονόμος
αγρός
αγροτεμάχιο
αγρότης
αγροτική
αγροτικό
αγροτικός
αγρότισσα
άγρυπνη
αγρυπνία
άγρυπνο
άγρυπνος
αγρυπνώ
αγύρτης
αγχίνοια
αγχίνους
αγχιστεία
αγχόνη
άγχος
αγχώδης
αγχωμένη
αγχωμένο
αγχωμένος
αγχώνομαι
αγχώνω
αγχωτική
αγχωτικό
αγχωτικός
άγω
αγωγή
αγώγιμος
αγωγιμότητα
αγωγός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close