Αγχιστεία - ορισμός του αγχιστεία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%cf%87%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.662.208.347
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγχιστεία
Μεταφράσεις
αγχιστεία
affinity
(
aŋçi'stia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
χωρίς συγγένεια αίματος
par alliance
Είμαστε ξαδέρφια εξ αγχιστείας.
Nous sommes cousins par alliance.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγριομυρτιά
αγριόπαπια
άγριος
αγριοσουρβιά
αγριότητα
αγριοτριαντάφυλλο
αγριόχοιρος
αγριόχορτο
αγροικία
αγροίκος
αγροκαλλιέργεια
αγρόκτημα
αγρονομία
αγρονομικός
αγρονόμος
αγρός
αγροτεμάχιο
αγρότης
αγροτική
αγροτικό
αγροτικός
αγρότισσα
άγρυπνη
αγρυπνία
άγρυπνο
άγρυπνος
αγρυπνώ
αγύρτης
αγχίνοια
αγχίνους
αγχιστεία
αγχόνη
άγχος
αγχώδης
αγχωμένη
αγχωμένο
αγχωμένος
αγχώνομαι
αγχώνω
αγχωτική
αγχωτικό
αγχωτικός
άγω
αγωγή
αγώγιμος
αγωγιμότητα
αγωγός
αγώνας
αγώνας αυτοκινήτων
αγώνας εκτός έδρας
αγώνας εντός έδρας
αγώνας με δύο παίκτες
αγωνία
αγωνίζομαι
αγώνισμα
αγωνιστής
αγωνιστική
αγωνιστικό
αγωνιστικό αυτοκίνητο
αγωνιστικός
αγωνίστρια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close