αγωνιστικός
Μεταφράσεις
αγωνιστικός
(aɣonisti'kos) αρσενικόαγωνιστική
(aɣonisti'ci) θηλυκόαγωνιστικό
competitive (aɣonisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. μαχητικός αγωνιστική δράση αγωνιστικό πνεύμα
2. αθλητισμός που προορίζεται για αγώνες αγωνιστικό ποδήλατο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.