Αδήλωτη - ορισμός του αδήλωτη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b4%ce%ae%ce%bb%cf%89%cf%84%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.646.718
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αδήλωτος
(προωθήθηκε από
αδήλωτη
)
Μεταφράσεις
αδήλωτος
(
a'ðilotos
)
αρσενικό
αδήλωτη
(
a'ðiloti
)
θηλυκό
αδήλωτο
(
a'ðiloto
)
ουδέτερο
επίθετο
που δεν έχει δηλωθεί
non déclaré/-ée au noir
αδήλωτο εισόδημα
revenu non déclaré
αδήλωτη εργασία
du travail au noirnon déclaré
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αδελφός
αδελφοσύνη
αδελφότητα
αδένας
άδενδρος
αδενικός
αδενίνη
αδενίτιδα
αδενοκαρκίνωμα
αδενολογία
αδενοπάθεια
αδενοσίνη
αδένωμα
αδέξια
αδέξιο
αδέξιος
αδεξιότητα
αδερφή
αδέρφια
αδερφικός
αδερφίστικος
αδερφός
αδερφοσύνη
αδερφότητα
αδέσμευτος
αδέσποτη
αδέσποτο
αδέσποτος
άδετος
άδηλος
αδήλωτη
αδήλωτο
αδήλωτος
αδημονώ
αδημοσίευτος
άδης
αδηφάγος
αδιαβατικός
αδιάβατος
αδιάβλητος
αδιάβροχες μπότες
αδιάβροχη
αδιάβροχο
αδιάβροχος
αδιάβρωτος
αδιαθεσία
αδιάθετη
αδιάθετο
αδιάθετος
αδιαθετώ
αδιάκοπα
αδιάκοπη
αδιάκοπο
αδιάκοπος
αδιακρισία
αδιάκριτα
αδιάκριτη
αδιάκριτο
αδιάκριτος
αδιάλειπτα
αδιάλειπτος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close