αδιάφορος
(προωθήθηκε από αδιάφορη)Μεταφράσεις
αδιάφορος
(a'ðjaforos) αρσενικόαδιάφορη
(a'ðjafori) θηλυκόαδιάφορο
indifferent, nonchalant, uninterestingindifférentאדישindiferentegleichgültigindifferenteonverschilligindiferenteغير مبال冷漠冷漠무관심likgiltig (a'ðjaforo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δείχνει αδιαφορία Φαίνεται αδιάφορος, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα.
κάνω πως δεν καταλαβαίνω
κάνω πως δεν καταλαβαίνω
2. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον Μου είναι αδιάφορη. Είναι ένα μάλλον αδιάφορο βιβλίο.
3. που παρουσιάζει παρόμοιο ενδιαφέρον Μαύρο ή άσπρο μου είναι αδιάφορο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.