αδιάφορος
(προωθήθηκε από αδιάφορο)Μεταφράσεις
αδιάφορος
(a'ðjaforos) αρσενικόαδιάφορη
(a'ðjafori) θηλυκόαδιάφορο
indifferent, nonchalant, uninterestingindifférentאדישindiferentegleichgültig冷漠indifferente무관심onverschilligindiferentelikgiltigغير مبال冷漠 (a'ðjaforo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δείχνει αδιαφορία Φαίνεται αδιάφορος, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα.
κάνω πως δεν καταλαβαίνω
κάνω πως δεν καταλαβαίνω
2. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον Μου είναι αδιάφορη. Είναι ένα μάλλον αδιάφορο βιβλίο.
3. που παρουσιάζει παρόμοιο ενδιαφέρον Μαύρο ή άσπρο μου είναι αδιάφορο.