αδιαπέραστος
(προωθήθηκε από αδιαπέραστο)Μεταφράσεις
αδιαπέραστος
(aðja'perastos) αρσενικόαδιαπέραστη
(aðja'perasti) θηλυκόαδιαπέραστο
imperméable (aðja'perasto) ουδέτεροεπίθετο
1. πολύ πυκνός αδιαπέραστο δάσος
2. μεταφορικά ανέκφραστος, αινιγματικός αδιαπέραστο βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.