αδικώ
Μεταφράσεις
αδικώ
(aði'ko)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. φέρομαι άδικα σε κπ Ο καθηγητής του τον αδίκησε.
2. υποτιμώ αδικώ τη νοημοσύνη κάποιου
3. δεν κολακεύω Αυτό το χτένισμα σε αδικεί.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.