αδιόρθωτος
Μεταφράσεις
αδιόρθωτος
(aði'orθotos) αρσενικόαδιόρθωτη
(aði'orθoti) θηλυκόαδιόρθωτο
incorrigibleincorrigibleתקנה (aði'orθoto) ουδέτεροεπίθετο
1. που κάνει τα ίδια λάθη αδιόρθωτος ψεύτης Δε θα αλλάξει ποτέ, είναι αδιόρθωτος.
2. που δεν έχει διορθωθεί αδιόρθωτο κείμενο