αδυσώπητος
Μεταφράσεις
αδυσώπητος
(aði'sopitos) αρσενικόαδυσώπητη
(aði'sopiti) θηλυκόαδυσώπητο
implacable, inexorableimpitoyableimplacableimplacabileimplacável (aði'sopito) ουδέτεροεπίθετο
αμείλικτος, ανίκητος αδυσώπητος εχθρός αδυσώπητο μίσος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.