αεροπορικός
(προωθήθηκε από αεροπορικό)Μεταφράσεις
αεροπορικός
(aeropori'kos) αρσενικόαεροπορική
(aeropori'ci) θηλυκόαεροπορικό
airmail (aeropori'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τα αεροπλάνα αεροπορικό εισιτήριο αεροπορικό ταξίδι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.