αθάνατος
Μεταφράσεις
αθάνατος
(a'θanatos) αρσενικόαθάνατη
(a'θanati) θηλυκόαθάνατο
immortalбессмертныйinmortalimmortaleimmortelالخالد不朽不朽불멸의 (a'θanato) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν πεθαίνει ποτέ Η ψυχή είναι αθάνατη.
2. μεταφορικά που αντέχει στο χρόνο Το έργο του είναι αθάνατο.
3. μεταφορικά πολύ ανθεκτικός αθάνατη μηχανή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.