αθεράπευτος
(προωθήθηκε από αθεράπευτο)Μεταφράσεις
αθεράπευτος
(aθe'rapeftos) αρσενικόαθεράπευτη
(aθe'rapefti) θηλυκόαθεράπευτο
(aθe'rapefto) ουδέτεροεπίθετο
1. αγιάτρευτος αθεράπευτη αρρώστια
2. μεταφορικά που δε βελτιώνεται η κατάστασή του αθεράπευτος ψεύτης