Αθυρόστομος - ορισμός του αθυρόστομος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b8%cf%85%cf%81%cf%8c%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.945.417.465
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αθυρόστομος
Μεταφράσεις
αθυρόστομος
(
aθi'rostomos
)
αρσενικό
αθυρόστομη
(
aθi'rostomi
)
θηλυκό
αθυρόστομο
(
aθi'rostomo
)
ουδέτερο
επίθετο
που χρησιμοποιεί τολμηρές εκφράσεις στο λόγο του
d'un langage osé
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αθλητική
αθλητικό
αθλητικό ρούχο
αθλητικός
αθλητικός τύπος
αθλητισμός
αθλήτρια
αθλθτικός
άθλια
άθλιο
άθλιος
αθλιότητα
άθλος
αθλούμαι
αθόρηβος
αθόρυβη
αθόρυβο
αθόρυβος
άθραυστη
άθραυστο
άθραυστος
άθρησκη
άθρησκο
άθρησκος
αθροίζω
άθροιση
άθροισμα
αθροιστικός
αθυρόστομη
αθυρόστομο
αθυρόστομος
αθώα
αθώο
αθώος
αθωότητα
αθωώνω
αθώωση
αιγαγροπίλημα
αιγαιακός
Αιγαίο
Αιγέας
αίγειρος
αιγιαλός
αιγίδα
Αίγινα
Αίγισθος
αίγλη
Αιγόκερος
Αιγόκερως
Αιγύπτια
αιγυπτιακή γλώσσα
αιγυπτιακός
αιγυπτιολογία
αιγυπτιολόγος
Αιγύπτιος
Αίγυπτος
αιδεσιμότατος
αιδιολειχία
αϊδιότης
αιδοίο
αιδοιολειξία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close