αθόρυβος
(προωθήθηκε από αθόρυβο)Μεταφράσεις
αθόρυβος
(a'θorivos) αρσενικόαθόρυβη
(a'θorivi) θηλυκόαθόρυβο
noiseless (a'θorivo) ουδέτεροεπίθετο
σιγανός, ήσυχος αθόρυβος ανεμιστήρας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.