Αιδοίο - ορισμός του αιδοίο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b9%ce%b4%ce%bf%ce%af%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.387.265.455
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αιδοίο
Μεταφράσεις
αιδοίο
vulva
,
pudendum
vulva
вульва
(
e'ðio
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το γυναικείο γεννητικό όργανο
pubis
αρσενικό
vulve
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αθυρόστομο
αθυρόστομος
αθώα
αθώο
αθώος
αθωότητα
αθωώνω
αθώωση
αιγαγροπίλημα
αιγαιακός
Αιγαίο
Αιγέας
αίγειρος
αιγιαλός
αιγίδα
Αίγινα
Αίγισθος
αίγλη
Αιγόκερος
Αιγόκερως
Αιγύπτια
αιγυπτιακή γλώσσα
αιγυπτιακός
αιγυπτιολογία
αιγυπτιολόγος
Αιγύπτιος
Αίγυπτος
αιδεσιμότατος
αιδιολειχία
αϊδιότης
αιδοίο
αιδοιολειξία
αιθάλη
αιθαλομίχλη
αιθάνιο
αιθανοϊκό οξύ
αιθανόλη
αιθέρας
αιθέρια
αιθερικός
αιθέριο
αιθέριος
Αιθίοπας
Αιθιοπία
αιθιοπικός
αίθουσα
αίθουσα ακροάσεων
αίθουσα αναμονής
αίθουσα αναχωρήσεων
αίθουσα μπόουλινγκ
αίθρια
αίθριο
αίθριος
αιθυλική αλκοόλη
αιθυλικός
αιθυλομενοδιαμινοτετραοξικό οξύ
Αικατερινη
αϊκίντο
αϊλάινερ
αιλουροειδές
αιλουροειδής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close