αιθέριος
(προωθήθηκε από αιθέριο)Μεταφράσεις
αιθέριος
(e'θerios) αρσενικόαιθέρια
(e'θerja) θηλυκόαιθέριο
essentiel (e'θerjo) ουδέτεροεπίθετο
1. μεταφορικά ανάλαφρος αιθέρια ύπαρξη
2. αρωματικά φυτικά αποστάγματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.