αιματηρός
(προωθήθηκε από αιματηρή)Μεταφράσεις
αιματηρός
(emati'ros) αρσενικόαιματηρή
(emati'ri) θηλυκόαιματηρό
bloodyدَمَوِيّkrvavýblodigblutigensangrentado, sangrientoverinensanglantkrvavsanguinoso血まみれの피투성이의bloederigblodigkrwawyensanguentado, sangrentoкровавыйblodigเต็มไปด้วยเลือดkanlıđẫm máu血腥的 (emati'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. που κάνει να χυθεί αίμα αιματηρή σύγκρουση
2. εξουθενωτικός κάνω αιματηρή δίαιτα κάνω αιματηρές οικονομίες