αιμοδότης
(προωθήθηκε από αιμοδότρια)Μεταφράσεις
αιμοδότης
(emo'ðotis) αρσενικόαιμοδότρια
donneur de sang, donneuse de sang (emo'ðotria) θηλυκόουσιαστικό
που προσφέρει το αίμα του
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.