Αιμορροΐδες - ορισμός του αιμορροΐδες από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b9%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%81%ce%bf%ce%90%ce%b4%ce%b5%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.734.044.624
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αιμορροΐδες
Μεταφράσεις
αιμορροΐδες
بَواسِير
,
داء البَواسير
αιμορροΐδες
hemoroidy
αιμορροΐδες
hæmorider, hæmoroide
αιμορροΐδες
Hämorrhoiden
αιμορροΐδες
haemorrhoids
,
hemorrhoids
,
piles
αιμορροΐδες
almorranas
,
hemorroides
αιμορροΐδες
peräpukamat
αιμορροΐδες
hémorroïdes
αιμορροΐδες
hemoroidi
αιμορροΐδες
emorroidi
αιμορροΐδες
痔
αιμορροΐδες
치질
αιμορροΐδες
aambeien
αιμορροΐδες
hemorroider
αιμορροΐδες
hemoroidy
αιμορροΐδες
hemorróida
,
hemorróidas
αιμορροΐδες
геморрой
αιμορροΐδες
hemorrojder
αιμορροΐδες
ริดสีดวงทวาร
αιμορροΐδες
basur
,
hemoroit
αιμορροΐδες
bệnh trĩ
αιμορροΐδες
痔核
,
痔疮
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αιμoβόρα
αιμoβόρο
αιμoβόρος
αίμα
Αϊμαρά
αϊμάρα
αιματηρά σπορ
αιματηρή
αιματηρό
αιματηρός
αιματίτης
αιματολογία
αιματοχυσία
αιμάτωμα
Αιμίλιος
αιμοβόρος
αιμοδιψής
αιμοδοσία
αιμοδότης
αιμοδότρια
αιμοκάθαρση
αιμοληψία
αιμομεικτικός
αιμομιξία
αιμοπετάλιο
αιμοραγία
αιμορραγία
αιμορραγικός
αιμορραγώ
αιμορροΐδα
αιμορροΐδες
Αίμος
αιμοστατικός
αιμοσφαιρίνη
αιμοφιλία
αιμοφόρος
αιμόφυρτος
αίνιγμα
αινιγματική
αινιγματικό
αινιγματικός
αϊνστάνιο
αϊνστάνιον
αιολική
αιολική μηχανή
αιολικός
αίρεση
αίρεσις
αιρετικός
αισθάνομαι
αισθανόμενος ανία
αισθανόμουν
αίσθημα
αισθηματίας
Αισθηματικά
αισθηματική
αισθηματικό
αισθηματικός
αισθηματολογία
αισθήσεις
αίσθηση
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close