αισθησιακός
(προωθήθηκε από αισθησιακή)Μεταφράσεις
αισθησιακός
(esθisia'kos) αρσενικόαισθησιακή
(esθisia'ci) θηλυκόαισθησιακό
sensuelsensualsensualsinnlichsensualeчувственныйsensualالحسيةчувственsensuelsensuell (esθisia'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί ερωτική διάθεση αισθησιακή σκηνή αισθησιακή γυναίκα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.