Αιτιατική - ορισμός του αιτιατική από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.739.951.820
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αιτιατική
Μεταφράσεις
αιτιατική
Akkusativ
αιτιατική
accusative
αιτιατική
acusativo
αιτιατική
akkusatiivi
αιτιατική
accusatif
αιτιατική
þolfall
αιτιατική
accusativo
αιτιατική
biernik
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αισθητική
αισθητική χειρουργική
αισθητικό
αισθητικός
αισθητιστής
αισθητό
αισθητός
αίσια
αισιόδοξη
αισιοδοξία
αισιόδοξο
αισιόδοξος
αισιοδοξώ
αίσχη
αίσχος
αισχρά
αισχρή
αισχρό
αισχροκέρδεια
αισχρολογία
αισχρός
αισχρότητα
Αισχύλος
αισχύνομαι
Αίσωπος
Αϊτή
αίτημα
αίτηση
αίτηση αποζήμίωσης
αιτία
αιτιατική
αίτιο
αιτιολογία
αιτιολογικός
αιτιολογώ
αιτιότητα
αιτιώδης
αιτολογία
αϊτός
αιτούμαι
αιτούσα
αιτώ
αιτών
αίφνης
αιφνίδια
αιφνίδια κρίση
αιφνιδιάζω
αιφνιδιασμός
αιφνιδιαστική
αιφνιδιαστικό
αιφνιδιαστικός
αιφνίδιο
αιφνίδιος
αιχμαλωσία
αιχμάλωτη
αιχμαλωτίζω
αιχμάλωτο
αιχμάλωτος
αιχμάλωτος πολέμου
αιχμή
αιχμηρή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close