Αιτιολογία - ορισμός του αιτιολογία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.595.919.366
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αιτιολογία
Μεταφράσεις
αιτιολογία
étiologie
αιτιολογία
justification
,
rationale
,
reason
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αισθητικό
αισθητικός
αισθητιστής
αισθητό
αισθητός
αίσια
αισιόδοξη
αισιοδοξία
αισιόδοξο
αισιόδοξος
αισιοδοξώ
αίσχη
αίσχος
αισχρά
αισχρή
αισχρό
αισχροκέρδεια
αισχρολογία
αισχρός
αισχρότητα
Αισχύλος
αισχύνομαι
Αίσωπος
Αϊτή
αίτημα
αίτηση
αίτηση αποζήμίωσης
αιτία
αιτιατική
αίτιο
αιτιολογία
αιτιολογικός
αιτιολογώ
αιτιότητα
αιτιώδης
αιτολογία
αϊτός
αιτούμαι
αιτούσα
αιτώ
αιτών
αίφνης
αιφνίδια
αιφνίδια κρίση
αιφνιδιάζω
αιφνιδιασμός
αιφνιδιαστική
αιφνιδιαστικό
αιφνιδιαστικός
αιφνίδιο
αιφνίδιος
αιχμαλωσία
αιχμάλωτη
αιχμαλωτίζω
αιχμάλωτο
αιχμάλωτος
αιχμάλωτος πολέμου
αιχμή
αιχμηρή
αιχμηρό
αιχμηρός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close