αιχμάλωτος
Μεταφράσεις
αιχμάλωτος
(ex'malotos) αρσενικόαιχμάλωτη
(ex'maloti) θηλυκόαιχμάλωτο
prisonniercaptiveGefangenerprigionieroзаключенныйgevangeneprisioneiroسجينwięzieńзатворник囚犯囚犯vězeňfangeVankiאסיר囚人죄수fångeนักโทษ (ex'maloto) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει αιχμαλωτιστεί αιχμάλωτος πολέμου πιάνω κπ αιχμάλωτο
2. μεταφορικά που έχει εθιστεί σε κτ Είναι αιχμάλωτος των παθών του.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.