αιωνιότητα
Μεταφράσεις
αιωνιότητα
eternity, perpetuityخُلُودvěčnostevighedEwigkeiteternidadikuisuuséternitévječnosteternità永遠性영원eeuwigheidevighetwiecznośćeternidadeвечностьevighetนิรันดรsonsuzsự vĩnh viễn永远, 永恒永恆 (eoni'otita)ουσιαστικό θηλυκό
1. πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα Κράτησε μια αιωνιότητα.
2. για πάντα προσωπικότητα που θα μείνει στην αιωνιότητα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.