αιωνόβιος
(προωθήθηκε από αιωνόβιο)Μεταφράσεις
αιωνόβιος
(eo'novios) αρσενικόαιωνόβια
(eo'novia) θηλυκόαιωνόβιο
(eo'novio) ουδέτεροεπίθετο
που ζει πάρα πολλά χρόνια αιωνόβιο δέντρο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.