ακέραιος
(προωθήθηκε από ακέραιη)Αναζητήσεις σχετικές με ακέραιη: ακέραιος αριθμός
Μεταφράσεις
ακέραιος
(a'cereos) αρσενικόακέραιη
(a'cerei) θηλυκόακέραιο
entier, droit, honnêteintact, integral, whole (a'cereo) ουδέτεροεπίθετο
1. ολόκληρος ακέραιος αριθμός
ολότελα
ολότελα
2. χωρίς φθορά διατηρούμαι ακέραιος
3. έντιμος ακέραιος χαρακτήρας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.