ακαθόριστος
(προωθήθηκε από ακαθόριστη)Μεταφράσεις
ακαθόριστος
(aka'θoristos) αρσενικόακαθόριστη
(aka'θoristi) θηλυκόακαθόριστο
indeterminate, unspecified, nondescript, vagueне определено (aka'θoristo) ουδέτεροεπίθετο
1. απροσδιόριστος ακαθόριστο είδος
2. που δε διακρίνεται εύκολα ακαθόριστα χαρακτηριστικά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.