ακατάλληλος
(προωθήθηκε από ακατάλληλη)Μεταφράσεις
ακατάλληλος
(aka'talilos) αρσενικόακατάλληλη
(aka'talili) θηλυκόακατάλληλο
inappropriate, unsuitable, unfitغَيْرُ صِحِّيّnezpůsobilýuegnetungeeigneten baja forma, inepto, inadecuadosopimatoninaptebez kondicijeinadatto不向きな부적당한in slechte conditieuegnetniedysponowanyimpróprioнеподходящийi dålig konditionไม่มีคุณสมบัติsağlıksızkhông phù hợp不太健康的неподходящо (aka'talilo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι ο κατάλληλος για την περίσταση ακατάλληλο ντύσιμο ακατάλληλος χώρος
2. που δε βολεύει ακατάλληλη στιγμή
3. χωρίς προσόντα είμαι ακατάλληλος για τη θέση
4. που απαγορεύεται έργο ακατάλληλο για παιδιά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.