ακατέργαστος
(προωθήθηκε από ακατέργαστο)Μεταφράσεις
ακατέργαστος
(aka'terɣastos) αρσενικόακατέργαστη
(aka'terɣasti) θηλυκόακατέργαστο
crude, untreatedفَظّprimitivnígrovprimitivburdo, crudokarkeabrutgrubgrezzo粗雑な천연 그대로의ruwråsurowybrutoгрубыйgrovหยาบkabathô简陋的суров (aka'terɣasto) ουδέτεροεπίθετο
στη φυσική του μορφή ακατέργαστο ξύλο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.